ελαιοτρίβης

ελαιοτρίβης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελαιοτρίβης" в других словарях:

  • ελαιοτρίβης — ο (AM ἐλαιοτρίπτης) εργάτης που εργάζεται σε ελαιοτριβείο, λιοτριβιάρης ή λιτρουβιάρης ή λιτριβάρης …   Dictionary of Greek

  • ελαιοτριβώ — ( έω) εκθλίβω το λάδι από τις ελιές, είμαι ελαιοτρίβης …   Dictionary of Greek

  • ελαιουργός — ο (AM ἐλαιουργός, θηλ. ἐλαιούργισσα, η) 1. αυτός που εργάζεται για την παρασκευή ελαίου, ο ειδικός στην ελαιουργία, ο ελαιοτρίβης 2. ο ιδιοκτήτης ελαιουργείου …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • κοπέας — ο (Α κοπεύς, έως) [κοπή] 1. αυτός που κόβει κάτι 2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι αρχ. 1. ξυλουργός 2. ελαιοτρίβης 3. η σμίλη τού λιθοξόου, το γλύφανο τού γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»